μπουρτζόβλαχος

μπουρτζόβλαχος
dağ adamı, dağların şenliği

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπουρτζόβλαχος — ο άξεστος, αγροίκος χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. μπουρτζόβλαχος είναι σύνθ. με α συνθετικό το λατ. burgus «πύργος» + Βλάχος και η αρχική της σημ. ήταν «ο Βλάχος τού πύργου», δηλ. ο Βλάχος που κατοικούσε στα ορεινά χωριά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”